τρίχα

τρίχα
(I)
Α
επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ.
β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» — όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό πρόσφυμα -(α)χ- + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. δίχα)].
————————
(II)
η, Ν
1. (ανατομ.-φυσιολ.) νηματοειδές κεράτινο εξάρτημα τού δέρματος, μεμονωμένο ή σε ομάδες, το οποίο βρίσκεται σε όλη την επιφάνεια τού σώματος, εκτός από τις παλάμες, τα πέλματα και την ραχιαία επιφάνεια τών ονυχοφόρων φαλάγγων τών δακτύλων
2. βιολ. χαρακτηριστική νηματοειδής προεκβολή τής κεράτινης επιδερμίδας τού σώματος τών θηλαστικών, που, μαζί με άλλες ομοειδείς, αποτελεί το τρίχωμά τους
2. βοτ. εξάρτημα τής επιδερμίδας τών φυτών, που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία ως προς τη μορφή και τη λειτουργία του, αλλ. τρίχωμα
3. συνεκδ. οτιδήποτε μοιάζει με τρίχα ή έχει λεπτή υφή
4. λεπτό ελατήριο τού μηχανισμού των ρολογιών
5. στον πληθ. τρίχες (ή σε συνεκφ. με τη λ. κατσαρές)
καθετί που στερείται σημασίας ή αξίας, ανοησίες, ηλιθιότητες (α. «όλα αυτά που είπες είναι τρίχες» β. «όλα αυτά που σκέπτεται να κάνει είναι τρίχες κατσαρές»)
6. φρ. α) «παρά τρίχα» — λίγο έλειψε, παρά λίγο
β) «στην τρίχα» — πολύ ωραία, πολύ κομψά
γ) «ήλθε στην τρίχα» — κινδύνευσε πολύ
δ) «στέκεται στην τρίχα» — είναι έτοιμος, είναι πρόθυμος
ε) «κρέμεται από μια τρίχα» — η θέση του είναι εξαιρετικά επισφαλής
στ) «σχίζει την τρίχα» — είναι υπερβολικά τσιγκούνης, φειδωλός
ζ) «σηκώθηκε η τρίχα μου» — έμεινα κατάπληκτος ή έφριξα, τρόμαξα
η) «τόν έβγαλε σαν την τρίχα από το προζύμι» — τόν απογύμνωσε από όλα του τα δικαιώματα
7. παροιμ. α) «σαν βγάλει η απαλάμη μου τρίχες» — λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες εκείνο που επιζητεί ή επιδιώκει κάποιος δεν πρόκειται να εκπληρωθεί ποτέ
β) «ο λύκος την τρίχα αλλάζει, τη γνώμη δεν αλλάζει» — δηλώνει ότι η πονηρή φύση τών κακών ανθρώπων μπορεί να κρύβεται αλλά δεν αλλάζει ουσιαστικά
γ) «στο αβγό τρίχα δεν χωρεί» — οι συκοφαντίες εναντίον ανθρώπων που είναι γνωστοί για την τιμιότητα τους δεν γίνονται πιστευτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η προσπάθεια να συνδεθεί η λ. θρίξ με συγγενείς τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών προσκρούει τόσο σε μορφολογικές όσο και σε σημασιολογικές δυσχέρειες (πρβλ. λιθουαν. drika «νήματα, κλωστές»). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. τρίχα, που έχει προέλθει από την αιτ. τού αρχ. θρίξ, τριχός. Η γεν., εξάλλου, του αρχ. τ. έχει σχηματιστεί με ανομοίωση τών δασέων συμφώνων: τριχός< *θριχός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρίχα — η 1. το κεράτινο νημάτιο που φυτρώνει στο δέρμα ζώων και ανθρώπων: Η τρίχα του κεφαλιού του είναι πυκνή. – Η τρίχα της αλεπούς είναι μαλακή. 2. πληθ., τρίχες, οι ανοησίες, σαχλαμάρες, φρέσκος αέρας: Όσα είπες είναι τρίχες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρίχα — θρίξ hair fem acc sg τρίχα in three parts indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχά — τριχάς the song thrush fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁ λύκος τὴν τρίχα, οὐ τὴν γνώμην ἀλάττει. — См. Волк и каждый год линяет, а все сер бывает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τρίχαλον — τρίχᾱλον , τρίχαλος cloven in three masc/fem acc sg τρίχᾱλον , τρίχαλος cloven in three neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχάικας — τριχά̱ϊ̱κας , τριχάικες the threefold people masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχάικες — τριχά̱ϊ̱κες , τριχάικες the threefold people masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλότριχα — η, Ν 1. τρίχα σκύλου 2. κάθε τρίχα που μοιάζει με τρίχα σκύλου …   Dictionary of Greek

  • τριχάϊκες — οἱ, Α (ως προσωνυμία τών Δωριέων οι οποίοι ήταν χωρισμένοι σε τρεις φυλές, στους Ὑλλῆς, τους Δυμᾱνες και τους Παμφύλους) οι διηρημένοι στα τρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. τριχάϊκες (< *τριχα Fικ… …   Dictionary of Greek

  • ίονθος — ἴονθος, ὁ (Α) 1. ρίζα τρίχας, νέα τρίχα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρώτη ἔκφυσις τῶν τριχῶν» 3. (κατά τον Φρύν.) «ἡ ἐπὶ τοῡ προσώπου ἅμα τῇ τριχῶν ἐκφύσει τῶν πρώτων γινομένη οἴδησις» εξάνθημα στο πρόσωπο, το οποίο συνοδεύει την πρώτη εμφάνιση γενιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”